αλέτρι — Βλ. λ. άροτρο. * * * το 1. γεωργικό εργαλείο για την καλλιέργεια τής γης, το άροτρο* 2. το μέρος τού αλετριού που αποτελεί τη βάση τού εργαλείου αυτού, στο άκρο τού οποίου εφαρμόζεται το υνί (αλετροπόδι) 3. αλέτρισμα, όργωμα 4. ο αστερισμός τής… … Dictionary of Greek
έλυμα — Αρχαία πόλη της Σικελίας που, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τον Έλυμο, γιο του Αγχίση, αρχηγού ομάδας Τρώων προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στη Σικελία πριν από τον Αινεία. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η πόλη ιδρύθηκε από τον Αινεία για τους… … Dictionary of Greek
αροτρόπους — ( ποδος), ο το κάτω μέρος του αρότρου, με το οποίο αυτό στηρίζεται στο έδαφος, κοιν. αλετροπόδι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άροτρον + πους] … Dictionary of Greek
Ωρίωνας — ο ένας από τους λαμπρότερους αστερισμούς, Αλετροπόδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άρκτος — η 1. για το σαρκοφάγο θηλαστικό (βλ. λ. αρκούδα). 2. όνομα δύο αστερισμών οι οποίοι βρίσκονται στο βόρειο πόλο του ουρανού και που λέγονται ο μεγαλύτερος «Μεγάλη Άρκτος» (αλλιώς «Κάραβος» ή «Αλέτρι» ή « Αλετροπόδι», «Εφταπάρθενος χορός» κτλ.) και … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)